- μίκτο
- μίγνυμιmixaor ind pass 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μῖκτο — μίγνυμι mix aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
μπρούτο — το άκλ. το συνολικό βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του, το μικτό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brut «σε μικτό βάρος» < λατ. brutus «βαρύς» ή, κατ άλλους, από ιταλ. brutto] … Dictionary of Greek
ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… … Dictionary of Greek
αμπελόκηπος — ο κτήμα μικτό από αμπελώνα και κήπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κήπος] … Dictionary of Greek
απόβαρο — Η διαφορά ανάμεσα στο μεικτό βάρος ενός συσκευασμένου εμπορεύματος και το καθαρό (πραγματικό) βάρος του. Το α. που λέγεται και τάρα, υπολογίζεται με ζύγισμα των κενών δοχείων ή με υπολογισμό του βάρους τους ή ακόμα και με προσυμφωνία ανάμεσα στον … Dictionary of Greek
ιεράκιο — (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του … Dictionary of Greek
μεσοκάθαρος — και μισοκάθαρος, η, ο (Μ μεσοκάθαρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι τελείως καθαρός 2. (για αλεύρι) αυτός από τον οποίο δεν έχει αφαιρεθεί όλο το πίτουρο 3. (για ψωμί) κατασκευασμένος από μικτό, πιτυρούχο αλεύρι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοκάθαρον… … Dictionary of Greek
μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
μικτοβαρής — και μεικτοβαρής, ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές το εμπόρευμα, στο βάρος τού οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας 3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος… … Dictionary of Greek